πυκνόρριζος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
πυκνόρριζον, (ῥίζα) with matted roots, Thphr. HP 3.11.4, al., Dsc.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4, Διοσκ. 1. 1.
Greek Monolingual
και πυκινόρριζος, -ον, Α
αυτός που έχει άφθονες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός/ πυκινός + -ρριζος (< ῥίζα)].