πυκνόρριζος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόρριζος Medium diacritics: πυκνόρριζος Low diacritics: πυκνόρριζος Capitals: ΠΥΚΝΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: pyknórrizos Transliteration B: pyknorrizos Transliteration C: pyknorrizos Beta Code: pukno/rrizos

English (LSJ)

πυκνόρριζον, (ῥίζα) with matted roots, Thphr. HP 3.11.4, al., Dsc.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4, Διοσκ. 1. 1.

Greek Monolingual

και πυκινόρριζος, -ον, Α
αυτός που έχει άφθονες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός/ πυκινός + -ρριζος (< ῥίζα)].

German (Pape)

mit dichten oder häufigen Wurzeln, Theophr.