πότισμα
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
ατος, τό,
A draught, Asclep. ap. Gal.14.137.
German (Pape)
[Seite 690] τό, der Trank, Diosc.
Spanish
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΜΑ ποτίζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω (α. «το πότισμα του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τους δώσετε να φάνε»)
νεοελλ.
η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση.