σιδηροχαλκεύς
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
έως, ὁ,
A smith, POxy.84.3 (iv A.D.).
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκεύς (< χαλκός)].