σκνιφός
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ή, όν,
A v. σκνιπός (A); σκνίφος, v. σκνιπός (B).
German (Pape)
[Seite 901] dunkel, finster, trüb, dämmerig; dad. auch vom trüben, blöden Gesicht, undeutlich, wie im Dämmerlicht sehend; s. σκνιπός.
Greek (Liddell-Scott)
σκνῑφός: -ή, -όν, ἴδε σκνιπός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. σκνιπός.