κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: στέρφωσις | Medium diacritics: στέρφωσις | Low diacritics: στέρφωσις | Capitals: ΣΤΕΡΦΩΣΙΣ |
Transliteration A: stérphōsis | Transliteration B: sterphōsis | Transliteration C: sterfosis | Beta Code: ste/rfwsis |
εως, ἡ,
A covering with hide, dub. cj. for στρέφωσις in Hsch.
[Seite 938] ἡ, das Bedecken mit Leder od. mit einem Felle, Valck. Callim. 288.
και στρέφωσις, -ώσεως, ἡ, Α στερφώ
η ενέργεια του στερφῶ, κάλυψη με δορά, με δέρμα.