συγκαταθύω

From LSJ
Revision as of 13:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταθύω Medium diacritics: συγκαταθύω Low diacritics: συγκαταθύω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΥΩ
Transliteration A: synkatathýō Transliteration B: synkatathyō Transliteration C: sygkatathyo Beta Code: sugkataqu/w

English (LSJ)

   A sacrifice together, Ph.2.398, Eust.1875.10.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταθύω: καταθύω, θυσιάζω ὁμοῦ, Εὐστ. 1875. 10.

Greek Monolingual

Α
θυσιάζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθύω «καίω ως προσφορά»].

Greek Monolingual

Α
θυσιάζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθύω «καίω ως προσφορά»].