συναφικνέομαι
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
A arrive together, Epicur.Ep.1p.10U.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. ἱκνέομαι), mit od. zugleich an-od. zurückkommen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναφικνέομαι: ἀποθετ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω ὁμοῦ, Διογ. Λ. 10. 47· τινι, μετά τινος, Ideler. Phys. 2. 353.
Russian (Dvoretsky)
συναφικνέομαι: вместе приходить Epicur. ap. Diog. L.