συνοικέσιον

From LSJ
Revision as of 20:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικέσιον Medium diacritics: συνοικέσιον Low diacritics: συνοικέσιον Capitals: ΣΥΝΟΙΚΕΣΙΟΝ
Transliteration A: synoikésion Transliteration B: synoikesion Transliteration C: synoikesion Beta Code: sunoike/sion

English (LSJ)

τό,

   A = συνοίκησις, esp. marriage, -ίου συγγραφή PTeb. 809.5 (ii B.C.), POxy.250 (i A.D.), cf. Cat.Cod.Astr.7.110, Lyd.Mens. 4.89, etc.    II συνοικέσια, τά, = συνοίκια, Sch.Ar.Pax1019.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικέσιον: τό, = συνοίκησις, ἰδίως γάμος, ὡς καὶ νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 204, κτλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 516. ΙΙ. ἴδε συνοικία.