σφενδονιστής
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = -ήτης, Them.Or.11.152c.
Greek (Liddell-Scott)
σφενδονιστής: -ίτης, συχνὴ διάφορ. γραφὴ ἀντὶ σφενδονήτης.
Greek Monolingual
ο, NA σφενδονίζω
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων οπλισμένος με σφενδόνη.