σφηκίον
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
τό,
A comb in a wasps' nest, as κηρίον in that of bees, Arist.HA628a17, al., Thphr.HP 4.8.7, Ael.NA4.39.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκίον: τό, κυψελίδιον ἐν τῇ φωλεᾷ σφηκῶν, ὡς τὸ κηρίον ἐν τῇ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 41, 6, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7, Αἰλ. π. Ζ. 4. 39. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σφήξ, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387Β.
Greek Monolingual
τὸ, Α σφήξ, -ηκός]
1. κυψελίδιο στη φωλιά σφηκών («τοῡ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῑστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», Αριστοτ.)
2. υποκορ. του σφήξ.
Russian (Dvoretsky)
σφηκίον: τό сотовая ячейка у ос Arst.