τηλέβιος
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ον,
A long-lived, ὁσίην ἀσπίδα τηλέβιον, of a sacred serpent, Puchstein Epigr.Gr.p.76 (Memphis, i B.C.).
Greek Monolingual
-ον, Α
μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος].