τριέτηρος
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
ον,
A three years old. Call.Dian.72, Nonn.D.45.294, AP7.552 (Agath.). II triennial, IG7.2727 (Acraeph.).
Greek (Liddell-Scott)
τριέτηρος: -ον, = τριετής, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 72, Νόνν., κλπ. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 60 Keil.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. τριετής
2. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -έτηρος (< ἔτος), πρβλ. πολυ-έτηρος].
Russian (Dvoretsky)
τριέτηρος: трехлетний (παῖς Anth.).