τρισάλυπος

From LSJ
Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάλῡπος Medium diacritics: τρισάλυπος Low diacritics: τρισάλυπος Capitals: ΤΡΙΣΑΛΥΠΟΣ
Transliteration A: trisálypos Transliteration B: trisalypos Transliteration C: trisalypos Beta Code: trisa/lupos

English (LSJ)

ον,

   A quite harmless, Thphr.HP2.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάλῡπος: -ον, ὅλως ἀβλαβής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
τελείως αβλαβής («ἐᾱν τις τοὺς ὀρόβους ἐαρινοὺς σπείρῃ, τρισάλυποι γίνονται», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄλυπος «αυτός που δεν προξενεί λύπη»].