φρεσσίλυτος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: φρεσσίλῠτος | Medium diacritics: φρεσσίλυτος | Low diacritics: φρεσσίλυτος | Capitals: ΦΡΕΣΣΙΛΥΤΟΣ |
Transliteration A: phressílytos | Transliteration B: phressilytos | Transliteration C: fressilytos | Beta Code: fressi/lutos |
[ῐ], ον,
A mad, Stud.Ital.2(1922).394 (Phalasarna, iv B. C., amulet).
ὁ, Α
μανιακός, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρεσί, δοτ. πληθ. της λ. φρήν, φρενός + -λυτος (< λυτός < λύω), πρβλ. νεό-λυτος. Τα -σσ- του τ. για μετρικούς λόγους].