χαλκίναος

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκίνᾱος Medium diacritics: χαλκίναος Low diacritics: χαλκίναος Capitals: ΧΑΛΚΙΝΑΟΣ
Transliteration A: chalkínaos Transliteration B: chalkinaos Transliteration C: chalkinaos Beta Code: xalki/naos

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in a brazen temple, like χαλκίοικος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1330] in einem ehernen Tempel wohnend, wie χαλκίοικος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίναος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν χαλκῷ ναῷ, ὁ ἔχων χαλκοῦν ναόν, ὡς τὸ χαλκίοικος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο ναό, χαλκίοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + ναός (πρβλ. πολύ-ναος, πρό-ναος). Ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το χαλκί-οικος].