χαμαιρεπής

From LSJ
Revision as of 14:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιρεπής Medium diacritics: χαμαιρεπής Low diacritics: χαμαιρεπής Capitals: ΧΑΜΑΙΡΕΠΗΣ
Transliteration A: chamairepḗs Transliteration B: chamairepēs Transliteration C: chamairepis Beta Code: xamaireph/s

English (LSJ)

ές,

   A creeping on the ground, grovelling, Gal.12.308. Adv. -πῶς Hsch.    II cf. sq. 11.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιρεπής: -ές, ὁ χαμαὶ ῥέπων, χαμαίζηλος, τῆς πεπατημένης καὶ χαμαιρεποῦς διανοίας Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2, σ. 188D· ἴδε τὸ ἑπόμ. - Ἐπίρρ χαμαιρεπῶς, «χαμαιζήλως· ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και χαμαιρρεπής, -ές, Α
χαμαίζηλος, χαμαιπαγής.
επίρρ...
χαμαιρεπῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς
χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι-ρρεπής, ὀξυ-ρεπής].