χιονοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 18:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοβλέφᾰρος Medium diacritics: χιονοβλέφαρος Low diacritics: χιονοβλέφαρος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: chionoblépharos Transliteration B: chionoblepharos Transliteration C: chionovlefaros Beta Code: xionoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with eye of dazzling white, Ἀώς Mesom.Sol.7.

German (Pape)

[Seite 1356] mit schneeweißen Augenlidern, Ἀώς Dionys. Hymn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα χιονόλευκα, χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς Διονυσ. Ὕμν. 2 ἐν Brunck. Allat. τ. 2, σ. 253.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἑλικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].