ψιμυθιστής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who paints with white lead or cosmetics, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμῠθιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ψιμυθίζω
αυτός που αλείφεται με ψιμύθιο ή με άλλο καλλυντικό.