ἀληθάργητος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ον,
A free from lethargy, energetic, εὐεργέτης CIG2804 (Aphrod.); γυνή JRS2.92 (Antioch. Pisid.), cf. Hsch. s.v. ἀλήστων.
German (Pape)
[Seite 94] ohne Schlafsucht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθάργητος: ἐλεύθερος ληθάργου, ὁ ἀείποτε ἔξυπνος, ἄγρυπνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2804, Ἡσύχ., κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 inolvidable εὐεργέτης IAphrodisias 2.87.16 (VI d.C.), γλυκυτάτῃ καὶ ἀληθαργήτῳ γυνεκί JRS 2.1912.92 (Antioquía de Pisidia, imper.), cf. IGCh.9 (IV d.C.), Hsch.s.u. ἀλήστων, de un edificio IGLS 2530 (biz.) en Robert, OMS 2.869.
2 que no olvida, no olvidadizo μνήμη Mac.Aeg.Hom.19.2.
Greek Monolingual
ἀληθάργητος, -ον (Α) ληθαργῶαυτός που δεν πέφτει σε λήθαργο, άγρυπνος, ενεργητικός.