ἀλιτηρός

From LSJ
Revision as of 15:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτηρός Medium diacritics: ἀλιτηρός Low diacritics: αλιτηρός Capitals: ΑΛΙΤΗΡΟΣ
Transliteration A: alitērós Transliteration B: alitēros Transliteration C: alitiros Beta Code: a)lithro/s

English (LSJ)

όν,

   A = ἀλιτήριος: κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός is prob. f.l. for κἀλιτηρίου in S. OC371.

German (Pape)

[Seite 99] = ἀλιτήριος, Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 φρήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτηρός: -όν, = ἀλιτήριος· ἀλλὰ τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 371· κἀξ ἀλιτηροῦ φρενός, πρέπει νὰ εἶναι ἐφθαρμ., ἐπειδὴ τὸ ι εἶναι βραχύ. Ὁ Toup προτείνει κἀλιτηρίου, ὁ Ἕρμανν. κἀξ ἀλοιτηροῦ, ὁ Δινδ. κἀξ ἀλιτρίας, ὁ Jebb παρεδέχθη τὴν γραφὴν τοῦ Toup.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτηρός) -όν

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [adv. ἀλιτɛ̄ρōς Schwyzer 412 (Olimpia VI a.C.)]
impío, ἀνήρ Alcm.79.1, φρήν S.OC 371, Σαρακηνοί PMasp.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. ἀλειτɛ̄ρός.

Greek Monolingual

ἀλιτηρός, -όν (Α) ἀλιταίνω
ο ἀλιτήριος.

Greek Monotonic

ἀλῐτηρός: -όν = ἀλιτήριος· στον Σοφ. το κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι κἀξ ἀλειτηρᾶς ή ἐξ ἀλιτρίας.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῑτηρός: Soph. = ἀλιτήριος.