ἀμφισφάλλω
English (LSJ)
A treat a dislocated joint by circumduction, Hp.Art. 2:—Pass., Id.Mochl.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισφάλλω: κάμνω τι νὰ περιστραφῇ, ἐπὶ ἄρθρων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780· ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Μοχλικὸν 848. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
hacer girar ἀμφισφάλλουσαι τὸ ἄρθρον ἀναγκάζουσιν ἐμπίπτειν haciendo girar la cabeza del hueso lo obligan a colocarse en su sitio Hp.Art.2, cf. Mochl.5.
Greek Monolingual
ἀμφισφάλλω (Α)
κάνω κάτι να περιστρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + σφάλλω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίσφαλσις.