ἀνακαθαρτικός
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ή, όν,
A promoting vomiting, Dsc.1.71. II for cleansing, Meges ap.Orib.44.24 7, cf. Paul.Aeg.4.41.
German (Pape)
[Seite 190] zum Reinigen, bes. zum Erbrechen tauglich, bei den Aerzten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακᾰθαρτικός: -ή, -όν, = ἐμετικός, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 medic. que limpia por arriba, vomitivo, purgante de ciertos fármacos ἐγκλύζειν χρὴ τοῖς ἀνακαθαρτικοῖς Meges en Orib.44.21.7, cf. Paul.Aeg.4.41, ῥητίνη Dsc.1.71.
2 subst. τὸ ἀνακαθαρτικόν propiedad de limpieza Clem.Al.Paed.1.11.96.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α) ἀνακαθαίρω
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για ανακάθαρση.