ἀναθηματικός

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθηματικός Medium diacritics: ἀναθηματικός Low diacritics: αναθηματικός Capitals: ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anathēmatikós Transliteration B: anathēmatikos Transliteration C: anathimatikos Beta Code: a)naqhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A consisting of votive offerings, τιμαί Plb.27.18.2.

German (Pape)

[Seite 188] zum Weihgeschenk gehörig, τιμαί, Ehren, die in Weihgeschenken, Statuen u. dgl. bestehen, Pol. 27, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθηματικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀναθημάτων, τιμαί Πολύβ. 27. 15, 3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν consistente en ofrendas votivas τιμαί Plb.27.18.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναθηματικός, -ή, -όν) ἀνάθημα
1. ο σχετικός με το ανάθημα
2. αυτός που χρησιμεύει ως ανάθημα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από αναθήματα.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθημᾰτικός: заключающийся в жертвенных приношениях, жертвенный (τιμαί Polyb.).