ἀναβρωτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A corrosive, Alex.Aphr.Pr.1.92.
German (Pape)
[Seite 182] annagend, anfressend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀναβιβρώσκων, διαβρωτικός, Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1, σ. 278.
Spanish (DGE)
-ή, -όν corrosivo Alex.Aphr.Pr.1.92.