ἀνασαλεύω

Revision as of 16:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A shake up, stir up, Luc.Astr.29; τὴν ὀσφῦν Alciphr.1.39.

German (Pape)

[Seite 206] aufrütteln, durch Schütteln in die Höhe bringen, Luc.; Alciphr. 1, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασᾰλεύω: σαλεύω τι ἐκ τῆς θέσεώς του, μετακινῶ, λίθους ἀνασαλεύεσθαι, Λουκ. π. Ἀστρολογ. 29, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ébranler de bas en haut, secouer.
Étymologie: ἀνά, σαλεύω.

Spanish (DGE)

1 sacudir levantando ἵππου ... θέοντος ... λίθους ἀνασαλεύεσθαι al correr el caballo ... las piedras saltan Luc.Astr.29.
2 sacudir, menear τρέμουσαν οἷόν τι μελίπηκτον γάλα τὴν ὀσφῦν ἀνεσάλευσεν meneó las caderas que temblaban como un flan Alciphr.4.14.4.

Greek Monolingual

ἀνασαλεύω)
νεοελλ.
(αμτβ.) σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο, αναδεύομαι
αρχ.
(μτβ.) μετακινώ ελαφρά.

Greek Monotonic

ἀνασᾰλεύω: μέλ. -σω, ανακατεύω, ανακινώ, ξεσηκώνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

to shake up, stir up, Luc.