ἀντεπιμέλλω
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
A v.l. for ἀντιμέλλω (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιμέλλω: ἴδε ἐν λ. ἀντιμέλλω.
Greek Monolingual
ἀντεπιμέλλω (Α)
καιροφυλακτώ εναντίον κάποιου που καιροφυλακτεί εναντίον μου.