ἀντιλαβεύς
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = πόρπαξ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 254] ὁ, Griff des Schildes, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλᾰβεύς: έως, ὁ, μέρος τῆς λαβῆς τῆς ἀσπίδος, «ὁ πόρπαξ τῆς τοῦ ὁπλίτου ἀσπίδος» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 prob. garfio usado en navegación, PCair.Zen.756A (III a.C.).
2 asa o anilla para embrazar el escudo Hsch.