ἀποδιπλόομαι
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
Pass.,
A to be unfolded, Eust.1661.60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιπλόομαι: παθ., «ξεδιπλώνομαι», ἀνοίγομαι, ἐπὶ τραπεζῶν, «ἀποδιπλουμένας καὶ οὕτω τεινομένας» Εὐστ. 1661. 60.
Spanish (DGE)
extender, juntar en v. pas. τραπέζας ... ἀποδιπλουμένας Eust.1661.60.