ἀποτρυγάω
From LSJ
English (LSJ)
A pluck grapes or fruit, Philostr.VA3.5; ἀ. πέπερι ib. 3.4: metaph., ἀρχὰς ἐθνῶν ἀ. LXX Am.6.1.
German (Pape)
[Seite 332] Trauben ablesen, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρῠγάω: τρυγῶ, συλλέγω σταφυλὰς ἢ ἄλλους καρπούς, Φιλόστρ. 98· οὕτως, ἀπ. πέπερι ὁ αὐτ. 97· μεταφ., ἀρχὰς ἐθνῶν ἀπ. Ἑβδ. (Ἀμὼς ς΄, 1).
Spanish (DGE)
vendimiar τὰς ἀμπέλους Longus 4.5.1, Philostr.VA 3.5, τῶν ἀμπέλων τὰς ταπεινοτέρας Longus 2.1.3
•otros frutos recolectar, cosechar τὸ πέπερι Philostr.VA 3.4
•fig. ἀπετρύγησαν ἀρχὰς ἐθνῶν recolectaron las primicias de los pueblos e.d. se las apropiaron ref. a la aristocracia, LXX Am.6.1, νοήματα Chrys.M.48.1006.