μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: ἀρρῑγής | Medium diacritics: ἀρριγής | Low diacritics: αρριγής | Capitals: ΑΡΡΙΓΗΣ |
Transliteration A: arrigḗs | Transliteration B: arrigēs | Transliteration C: arrigis | Beta Code: a)rrigh/s |
ές, = sq. Adv.
A -γέως Hp.Acut.29.
ἀρρῑγής: -ές, = τῷ ἐπ.· ἐπίρρ. -γέως, Ἱππ. Διαίτ. Ὀξ. 388.
ἀρριγής, -ές (Α) ρίγος
ο αρρίγητος.