ἀρτηρίασις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bronchitis, Isid.Etym.4.7.14.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. afección de la tráquea de la ronquera, Isid.Etym.4.7.14.
Greek Monolingual
ἀρτηρίασις, η (Μ)
η βρογχίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηριώ (-άω), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ψωρίασις < ψωριώ, ερυθρίασις < ερυθριώ κ.ά.)].