ἀσπιστικός
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ή, όν,
A composed of warriors, φάλαγξ D.H.20.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
formado por guerreros armados con escudo φάλαγξ D.H.20.3.
Greek Monolingual
ἀσπιστικός, -ή, -όν (Α) ασπιστής
αυτός που αποτελείται από ασπιδοφόρους στρατιώτες.