ἐκσπογγίζω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
A wipe off with a sponge, Eub.83, Aen.Tact.31.13.
German (Pape)
[Seite 779] mit dem Schwamm abwischen, ἰὸν ἐκ τῆς χειρός Eubul. bei Poll. 9, 91; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσπογγίζω: ἀποσπογγίζω, Εὔβουλος ἐν «Παμφίλῳ» 4.
Spanish (DGE)
lavar, limpiar con esponja τὸν ἰὸν ἐκ τῆς χειρὸς ἐξεσπόγγισεν se lavó con una esponja el cardenillo de la mano Eub.81.2, cf. Aen.Tact.31.13.
Greek Monolingual
ἐκσπογγίζω (Α)
καθαρίζω με σπόγγο, σφουγγίζω.