ἐπίσειον

From LSJ
Revision as of 21:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσειον Medium diacritics: ἐπίσειον Low diacritics: επίσειον Capitals: ΕΠΙΣΕΙΟΝ
Transliteration A: epíseion Transliteration B: episeion Transliteration C: episeion Beta Code: e)pi/seion

English (LSJ)

   A v. ἐπίσιον.

German (Pape)

[Seite 976] τό, die Schamgegend, die Schamhaare, Hippocr., mit der v. l. ἐπίσιον, wie Arist. H. A. 1, 15 steht; Lycophr. 1385.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσειον: τό, τὰ περὶ τὴν ἥβην μέρη, Ἱππ. 252. 34, κτλ.· γραφόμενον ὡσαύτως ἐπείσειον, Λυκόφρ. 1385· ἐπίσιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. - Κατὰ Πολυδ. «αὐτὴ δὲ ἡ τρίχωσις (ἡ περὶ τὸ αἰδοῖον δηλ.) ἥβη τη καὶ ἐπίσιον», κατὰ δὲ Ἡσύχιον: «ἐπίσειον· τὸ αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».

Greek Monolingual

και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον)
1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος του αιδοίου
2. η τρίχωση του εφηβαίου, η ήβη
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον
το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα του -ι- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. είναι σύνθετη από το επί και ἴσοςἶσος, στην επική και ιωνική ποίηση)].