Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίδομα

From LSJ
Revision as of 15:14, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδομα Medium diacritics: ἐπίδομα Low diacritics: επίδομα Capitals: ΕΠΙΔΟΜΑ
Transliteration A: epídoma Transliteration B: epidoma Transliteration C: epidoma Beta Code: e)pi/doma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A contribution to a feast, Ath.8.364f(pl.).

German (Pape)

[Seite 939] τό, Zugabe, Beisteuer; nach Ath. VIII, 364 f sagten die Alexandriner δεῖπνα ἐξ ἐπιδομάτων für ἐπιδόσιμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδομα: τό, ἐπίμετρον, συνεισφορά, δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίδομα) επιδίδωμι
νεοελλ.
1. πρόσθετη επιχορήγηση που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («επίδομα ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» κ.λπ.)
2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα
αρχ.
1. προσθήκη
2. συνεισφορά, έρανος.