ἐπιθυμιατρός
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ὁ,
A one who burns incense, ib.2983 (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 944] ὁ, der das Räucherwerk auf dem Altar anzündet, Inscr.
Greek Monolingual
ἐπιθυμιατρός, ὁ (Α)
επιγρ. αυτός που θυμιάζει, που καίει θυμίαμα στον βωμό.