ἔρρινον
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
τό, (ἐν, ῥίς)
A sternutatory medicine, Antyll. ap. Orib.8.13.1. II as Adj., ἔ. ἄλευρον Archig. ap. Aët.6.28 ; ἔ. φάρμακα Gal. 11.769, 12.30, al.:—written ἔνρινον, Paus.Gr.Fr.166.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρρῑνον: ἢ ἔνρινον, τό, (ἐν, ῥίς), φάρμακόν τι πταρμικόν, ἐπιφέρον πταρμόν: «ἀπὸ δὲ τῆς ῥινὸς παρὰ Παυσανίᾳ ἔνρινον ἴσως καὶ ἔρρινον διὰ δύο ρ, ἄρωμα ᾧ τὰς ῥῖνας, φησίν, ἐνεχρίοντο» Εὐστ. 950. 1.