ἡδυλάλος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυλάλος Medium diacritics: ἡδυλάλος Low diacritics: ηδυλάλος Capitals: ΗΔΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: hēdylálos Transliteration B: hēdylalos Transliteration C: idylalos Beta Code: h(dula/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον,=

   A ἡδυλόγος, φθόγγοι IG12(7).95.4 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλάλος: -ον, = ἡδυλόγος, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1029α (προσθ.).

Greek Monolingual

ἡδυλάλος, -ον (Α)
επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημο-λάλος, χρηστο-λάλος.