ἡδυλάλος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
[ᾰ], ον,=
A ἡδυλόγος, φθόγγοι IG12(7).95.4 (Amorgos).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυλάλος: -ον, = ἡδυλόγος, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1029α (προσθ.).
Greek Monolingual
ἡδυλάλος, -ον (Α)
επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημο-λάλος, χρηστο-λάλος.