ἠπεροπευτής

From LSJ
Revision as of 11:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπεροπευτής Medium diacritics: ἠπεροπευτής Low diacritics: ηπεροπευτής Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ēperopeutḗs Transliteration B: ēperopeutēs Transliteration C: iperopeftis Beta Code: h)peropeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A a cheat, deceiver, of Paris (cf. sq.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ep. voc.) Il.3.39, cf.h.Merc.282, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, ἀπατεών, ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἠπεροπεύς.
Étymologie: ἠπεροπεύω.

Greek Monotonic

ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., ἠπεροπευτὰ (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπεροπευτής: οῦ ὁ Hom., HH = ἠπεροπεύς.

Middle Liddell

ἠπεροπευτής, οῦ, = ἠπεροπεύς [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.]