ὀξυκόρακος

From LSJ
Revision as of 17:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκόρᾰκος Medium diacritics: ὀξυκόρακος Low diacritics: οξυκόρακος Capitals: ΟΞΥΚΟΡΑΚΟΣ
Transliteration A: oxykórakos Transliteration B: oxykorakos Transliteration C: oksykorakos Beta Code: o)cuko/rakos

English (LSJ)

ον, (κόραξ II)

   A with a sharp hook, σμιλίον Paul.Aeg.6.87.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυκόρᾰκος: -ον, (κόραξ ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, σμιλίον ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.

Greek Monolingual

ὀξυκόρακος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόραξ, -ακος].