ὀρχοτομία
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ἡ,
A castration, ib.99.
German (Pape)
[Seite 390] ἡ, das Hodenabschneiden, die Entmannung, Sp.
Greek Monolingual
ὀρχοτομία, ἡ (Μ) ορχοτομώ
ευνουχισμός.