ὁμόπτολις
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
A v. ὁμόπολις.
German (Pape)
[Seite 339] = ὁμόπολις, Θήβης τῆσδ' ὁμόπτολις λεώς, Soph. Ant. 729.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόπτολις: ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὁμόπολις.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
c. ὁμόπολις.
Greek Monolingual
ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α)
βλ. ομόπολις.
Greek Monotonic
ὁμόπτολις: -εως, ο, ἡ, ποιητ. αντί ὁμόπολις.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόπτολις: εως adj. живущий в том же городе: ὁ. λεώς Soph. население города, сограждане.