ὁμοταχής
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ές,
A of the same velocity, Arist. Cael.289b9, Ph.237a1, 249a8, etc. Adv. -χῶς ib.236b35, Procl.Hyp. 3.45, Simp.in Ph.992.24.
German (Pape)
[Seite 340] ές, gleich schnell, Strab. 2, 3, 2. – Adv., Arist. probl. 16, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτᾰχής: -ές, ὁ ἐξ ἴσου ταχύς, ἰσοταχής, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 2, Φυσ. 7. 4, 1, καὶ 9, κτλ. Ἐπίρρ. -χῶς, αὐτόθι 6. 6, 3.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοταχής, -ές)
αυτός που έχει την ίδια ταχύτητα με άλλον, ισοταχής.
επίρρ...
ομοταχώς (Α ὁμοταχῶς)
με ίση ταχύτητα, ισοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισο-ταχής].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοτᾰχής: имеющий одинаковую скорость, движущийся с одинаковой быстротой (τὸ κινούμενον Arst.).