ὑποθέναρ

From LSJ
Revision as of 18:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθέναρ Medium diacritics: ὑποθέναρ Low diacritics: υποθέναρ Capitals: ΥΠΟΘΕΝΑΡ
Transliteration A: hypothénar Transliteration B: hypothenar Transliteration C: ypothenar Beta Code: u(poqe/nar

English (LSJ)

τό,

   A the part of the palm next the fingers, Ruf.Onom. 87, Poll.2.143.    2 = στῆθος 111.2, base of the thumb, Orib.25.1.29.    3 the part opposite the στῆθος, inner ridge of palm, Gal.14.704.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθέναρ: τό, τὸ μέρος τῆς παλάμης, «τὸ ἀπὸ τοῦ λιχανοῦ ἕως τοῦ μικροῦ δακτύλου» Πολυδ. Β΄, 143, πρβλ. Γαλην. 14. 704.

Greek Monolingual

το / ὑποθέναρ, -αρος, ΝΑ
ανατ. το οπισθέναρ
αρχ.
1. το τμήμα της παλάμης που βρίσκεται δίπλα στα δάχτυλα
2. η βάση του αντίχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα» (πρβλ. ὀπισθέναρ)].