κατακρῆθεν
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
Adv., better written divisim κατὰ κρῆθεν, A v. κράς 11.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρῆθεν: Ἐπίρρ., βέλτιον γραφόμενον διῃρημ. κατὰ κρῆθεν, κατὰ κεφαλῆς, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς κάτω, πάντοθεν, παντελῶς, ἴδε ἐν λ. κρὰς ΙΙ.
Greek Monotonic
κατακρῆθεν: επίρρ., καλύτερο κατὰ κρῆθεν, βλ. κράς II.