κατακρῆθεν
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
Adv., better written divisim κατὰ κρῆθεν, v. κράς ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρῆθεν: Ἐπίρρ., βέλτιον γραφόμενον διῃρημ. κατὰ κρῆθεν, κατὰ κεφαλῆς, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς κάτω, πάντοθεν, παντελῶς, ἴδε ἐν λ. κρὰς ΙΙ.
Greek Monotonic
κατακρῆθεν: επίρρ., καλύτερο κατὰ κρῆθεν, βλ. κράς II.