Κυλλύριοι
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
οἱ, A = Κιλλικύριοι, Kyllyrioi, Kyllyrians (nisi hoc legend.), Hdt.7.155.
Greek (Liddell-Scott)
Κυλλύριοι: οἱ, ἴδε Κιλλικύριοι.
Russian (Dvoretsky)
Κυλλύριοι: οἱ Her. = Κιλλικύριοι.