αὐτάγητος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (a)/gamai) A = αὐθάδης, Anacr.142; conceited, Ion Trag.8.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάγητος: -ον, (ἄγαμαι), ὁ ἑαυτὸν θαυμάζων, «αὐτάγητοι· ἀγάμεναι ἑαυτὰς καὶ θαυμαστικῶς ἔχουσαι ἑαυτῶν, Ἴων Ἀλκμήνῃ (ἀποσπ. 8)· ἔνιοι δὲ αὐθάδεις καὶ Ἀνακρέων οὕτω κέχρηται» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
presuntuoso, autocomplaciente s. cont., Anacr.147, Io Trag.8, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
αὐτάγητος: Anacr. = αὐθάδης.