γνωριμότης
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
ητος, ἡ, A acquaintance, Stob.2.7.51.
German (Pape)
[Seite 499] ητος, ἡ, Bekanntschaft, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
γνωριμότης: -ητος, ἡ, γνωριμία, Στοβ. Ἐκλ. 2. 130.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
compenetración, relación estrecha c. gen. τῆς φιλίας Chrysipp.Stoic.3.27, μεγάλου ἀνθρώπου Eust.Op.337.3
•conocimiento τοῦ τέλους Eustr.in EN 14.19.