δαιδαλεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
A = δαιδάλλω, Ph.1.666.
Greek (Liddell-Scott)
δαιδαλεύομαι: ἀποθ. = δαιδάλλω, Φίλων 1. 666.
Spanish (DGE)
trabajar con esmero, delicadamente τίς τὰς πολυτελεῖς ἁλουργίδας ... δαιδαλεύεται; Ph.1.666.
Greek Monolingual
δαιδαλεύομαι (Α)
δαιδάλλω.